- Ποινῶν
- Ποινήbloodmoneyfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποινῶν — ποινάω pres part act masc voc sg ποινάω pres part act neut nom/voc/acc sg ποινάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ποινάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ποινή bloodmoney fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίνων — ποινάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ποινάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
BASTITANI — Hispaniae populi prope Turdulos, qui et Bastuli. Strabo l. 3. Ε᾿νταῦθα δὲ ὄρος ἐςτὶ τῶ Ι᾿βήρων τῶ καλουμεν´ων Βαςτητανᾶν, οὕς καὶ Βαςτοῦλους καλοῦσιν, καὶ Κάλπη. Ptolemaeus, βαςτουλῶν, τῶ καλουμεν´ων Ποινῶν, Μενραλία, Τρανσδούκτα, Βαρβήσυλα,… … Hofmann J. Lexicon universale
σωφρονιστικός — ή, ό / σωφρονιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [σωφρονιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωφρονισμό, στην προσπάθεια και στις μεθόδους που εφαρμόζει κανείς για να σωφρονίσει κάποιον («λόγοι σωφρονιστικοί», Πολυδ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
αγχόνη ή κρεμάλα — Όργανο για την εκτέλεση θανατικών ποινών. Αποτελείται συνήθως από δύο κάθετα δοκάρια σε σχήμα κεφαλαίου γάμα (Γ). Από τη μια άκρη του οριζόντιου δοκαριού κρεμιέται το σκοινί με τη θηλιά, ο βρόχος. O μελλοθάνατος ανεβαίνει σε κινητό βάθρο που… … Dictionary of Greek
Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… … Dictionary of Greek
ἀποίνων — ἄποινα ransom neut gen pl ἄποινος masc/fem/neut gen pl ἀ̱ποίνων , ἀποινάω demand the fine imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ποίνων , ἀποινάω demand the fine imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀποινάω demand the fine imperf ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MYIODES — apud Plinium l. 29. c. 6. Nullum animal minus docile existimatur, minorisveintellectus: eô mirabilius est Olympicô sacrô certamine, nubes earum immolatô tauro Deo, quam Myioden vocant, extra territoriun id abire: quibusdam idem videtur cum Iove… … Hofmann J. Lexicon universale
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek